προκατατίθεμαι

προκατατίθεμαι
πρό-κατατίθημι
place
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προκατατίθημι — Α 1. θάβω εκ τών προτέρων 2. μτφ. (σχετικά με θεμέλιο) τοποθετώ εκ τών προτέρων 3. (κυρίως στο μέσ.) προκατατίθεμαι α) κατατίθεμαι εκ τών προτέρων β) παρέχω, προσφέρω εκ τών προτέρων («προκατατίθεσθαι χάριν», Ιώσ.) 4. φρ. «προκατατίθεμαι λόγον… …   Dictionary of Greek

  • προκαταθετικός — ή, όν, Α [προκατατίθεμαι] αυτός που ισχυρίζεται κάτι εκ τών προτέρων, προδιαβεβαιωτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”